(Μ λαθεύω) λάθος
κάνω λάθος, διαπράττω σφάλμα, σφάλλω, αστοχώ («λάθεψες πάλι στους υπολογισμούς σου»)
νεοελλ.
1. διαφεύγω, ξεφεύγω από την προσοχή κάποιου, περνώ απαρατήρητος
2. (μτ6.) κάνω κάποιον να διαπράξει σφάλμα
μσν.
μέσ. λαθεύομαι
περιπλανιέμαι.