λαθεύω

Revision as of 07:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

λαθεύω) λάθος
κάνω λάθος, διαπράττω σφάλμα, σφάλλω, αστοχώ («λάθεψες πάλι στους υπολογισμούς σου»)
νεοελλ.
1. διαφεύγω, ξεφεύγω από την προσοχή κάποιου, περνώ απαρατήρητος
2. (μτ6.) κάνω κάποιον να διαπράξει σφάλμα
μσν.
μέσ. λαθεύομαι
περιπλανιέμαι.