λάτης
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
ο
γένος περκόμορφων οστεϊχθύων της οικογένειας latidae, κν. πέρκα του Νείλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lates < νεολατ. lates < λάτος «ιχθύς του Νείλου].