λάσθον
From LSJ
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
λάσθον: «αἰσχρὸν» Ἡσύχ.
λάσθον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «αίσχρόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λάσθη κατά τα ουδέτερα σε -ον].