χαλκεύω
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
English (LSJ)
A make of copper or bronze or (generally) of metal, forge, δαίδαλα πολλά Il.18.400; ξίφος S.Aj.1034, etc.; τὸν χαλκέα αὐτὸν χ. work him on the anvil, Pl.Euthd.301d: metaph., ἀψευδεῖ πρὸς ἄκμονι χάλκευε γλῶσσαν Pi.P.1.86: in Med. sense, πέδας χαλκεύεται αὑτῷ Thgn.539; χαλκεύεσθε μηνίσκους φορεῖν Ar.Av.1114 (troch.); ἐχαλκεύσατο κράνη . . ὁλοσίδηρα Plu.Cam.40:—Pass., to be wrought or forged, ἐξ ἀδάμαντος ἢ σιδάρου κεχάλκευται Pi.Fr.123.4; ἀφ' ὁπόσων ταλάντων κεχ. at the cost of... Luc.JTr.11; τῶν κεχαλκευμένων πρὸς ἀπώλειαν ὅπλων D.S.17.58: metaph., ἐπὶ τοῖς δεδεμένοις χαλκεύεται [ταῦτα] these arms are being forged against... Ar.Eq.469; also of the victims in Phalaris' bull, Phalar.Ep.113. II abs., to be a smith, Ar.Pl.163,513 (anap.), Th.3.88, Pl.R.396a; τὸ χαλκεύειν the smith's art, X.Mem.4.2.22.