ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws
λιθόβολος, -ον (Α)αυτός πού λιθοβολεῑται, λιθόβλητος («ἃ δράκοντος αἷμα λιθόβολον κατειργάσω», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -βολος (< βόλος < βάλλω). Η προπαροξυτονία δίνει στη λ. παθητική σημ.].