λιθογράφος

Revision as of 07:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

   A v. λιθογλύφος.

Greek Monolingual

ο (Α λιθογράφος)
νεοελλ.
1. ο ειδικός στην τέχνη της λιθογραφίας, ο τεχνίτης που εκτελεί λιθογραφίες
2. μηχάνημα που χρησιμοποιείται για την εκτύπωση λιθογραφιών
αρχ.
(δ. γρφ.) λιθογλύφος.