λινόσπερμα

From LSJ
Revision as of 07:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

ὅσα μὲν τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα Μειδίας καὶ περιουσίας κτᾶται → all the wealth that Meidias retains for private luxury and superfluous display

Source

German (Pape)

[Seite 49] ατος, τό, = Folgdm, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνόσπερμα: καὶ λῐνόσπερμον, τό, «λινόσπορος», Γαλην. VI, 331Ε, κλ.

Greek Monolingual

λινόσπερμα, τὸ (ΑM)
λιναρόσπορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + σπέρμα (< σπείρω)].