λινόσπερμα
From LSJ
ὅσα μὲν τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα Μειδίας καὶ περιουσίας κτᾶται → all the wealth that Meidias retains for private luxury and superfluous display
German (Pape)
[Seite 49] ατος, τό, = Folgdm, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
λῐνόσπερμα: καὶ λῐνόσπερμον, τό, «λινόσπορος», Γαλην. VI, 331Ε, κλ.
Greek Monolingual
λινόσπερμα, τὸ (ΑM)
λιναρόσπορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + σπέρμα (< σπείρω)].