Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
[Seite 49] τό, dim. von λίνον, leinener Faden, Mathem.
λινίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ λίνον, Βίτων περὶ Μηχ. 106Β.
λινίδιον, τὸ (Α) λίνον
υποκορ. του λίνος.