λιποϊκός

From LSJ
Revision as of 07:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt

Menander, Monostichoi, 497

Greek Monolingual

-ή, -ό
φρ. «λιποϊκό οξύ»
(χημ.-βιοχ.) ετεροκυκλική οργανική ένωση, μονοκαρβονικό οξύ, που διαδραματίζει ουσιώδη ρόλο στη μετατροπή του πυρουβικού οξέος σε ακετυλοσυνένζυμο Α μέσα στα κύτταρα.