λογοτεχνικός

Revision as of 07:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό λογοτέχνης
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει στον λογοτέχνη ή στη λογοτεχνία (α. «λογοτεχνικό ταλέντο» β. «λογοτεχνικό περιοδικό» γ. «λογοτεχνικό κείμενο»).
επίρρ...
λογοτεχνικῶς και -ά
από λογοτεχνική πλευρά ή με λογοτεχνικό τρόπο.