λοιπαδάριον
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
τό, Dim. of λοιπάς, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
λοιπαδάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ λοιπάς, Εὐστ. Πονημάτ. 358. 5, Σουΐδ.
Greek Monolingual
λοιπαδάριον, τὸ (AM)
υποκορ. του λοιπάς.