λοξόπορος

Revision as of 07:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

ον,

   A moving aslant, of the Moon, Hymn.Is.30.

Greek (Liddell-Scott)

λοξόπορος: -ον, ὁ πορευόμενος λοξῶς, ἐπὶ τοῦ ζῳδιακοῦ Ἑλλ. Ἐπιγραμμ. 573. 8.

Greek Monolingual

λοξόπορος, -ον (Α)
(για τη σελήνη) αυτός που πορεύεται λοξά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + πόρος (πρβλ. αραιό-πορος, στενό-πορος)].