λοπίζω
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
A peel off the bark (with v.l. λεπίζω, which Phot. condemns), in Pass., Thphr.HP3.13.1,4; cf. λοπίξαι· λαμπρῦναι ἢ λεπιδῶσαι, Hsch.:—the word occurs in broken context, POxy.218Fr.(b)3.
Greek (Liddell-Scott)
λοπίζω: (λοπὸς) ἀφαιρῶ τὸν φλοιόν, «ξεφλουδίζω» (μετὰ διαφ. γραφῆς λεπίζω, ἣν ὁ Φώτιος ἀποδοκιμάζει), Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 13, 1 καὶ 4. - Καθ’ Ἡσύχ. «λοπίξαι. λαμπρῦναι. ἢ λεπιδῶσαι».
Greek Monolingual
λοπίζω (Α) λοπίς
αφαιρώ τον φλοιό, ξεφλουδίζω.