λοξοδρομώ
From LSJ
Greek Monolingual
-έω και -άω
1. προχωρώ λοξά εκτρεπόμενος από την ευθεία
2. παραστρατώ, παίρνω τον κακό δρόμο
3. ναυτ. πλέω κατά λοξοδρομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξοδρόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1825 στο Λεξικόν γραικογαλλικόν του F. D. Deheque].