χαράσσω
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
English (LSJ)
Att. χαράττω,
A make pointed, sharpen, whet, ἅρπας, ὀδόντας, Hes.Op.573, Sc.235, cf. Plu.2.350d; καθάπερ βέλη τὰ πράγματα ib. 825f; χαρασσόμενος σίδηρος Hes.Op.387. 2 furnish with notches or teeth, like a saw, τὰ σιδήρια Arist.Aud.803a3:—Pass., of certain birds, ἔχουσι . . τὰ ἄκρα τοῦ ῥύγχους κεχαραγμένα Id.PA662b16; φύλλα κεχαραγμένα serrated leaves, Dsc.4.173, cf. Thphr.HP3.10.5; σκύταλον κεχ. ὄζοις jagged or rugged with... Theoc.17.31. 3 metaph., whet, stimulate, ἔρως ψυχὰς χ. S.Fr.684 codd. Stob. (ταράσσει E.Fr.431 codd. Clem.Al.); τὸ φιλόνικον Plu.2.92a, cf. 825f:—Pass., κεχαραγμένος τινί exasperated at... Hdt.7.1; κείνῳ τόδε μὴ χαράσσου be not angry at him for this, E.Med.157 (lyr.); τῇπαρρησίᾳ χαραχθείς Plu.2.74e. II cut into furrows, scratch, στρωμνὰ δὲ χαράσσοισ' ἅπαν νῶτον κεντεῖ Pi.P.1.28; κῦμα χ. Orph.A.372; ἀρότρῳ . . χ. χέρσον AP6.238 (Apollonid.); ὕδωρ ἐρετμοῖς Nonn.D.3.46, cf. 41.114 (Pass.); τῷ θερμῷ χαράσσοντι τὴν ἐπιφάνειαν Plu.2.651e:— Pass., νῶτον χαραχθείς wounded, E.Rh.73; κέκοπται καὶ χαράσσεται πέδον A.Pers.683; θάλασσα φρικὶ χαρασσομένη AP10.2 (Antip. Sid.), cf. 10.14 (Agath.); τόπος κεχαραγμένος ὑπὸ ὄμβρου, gloss on ῥωχμός, Sch.Gen.Il.23.420. 2 smite, LXX 3 Ki.15.27. 3 stamp, seal, PRyl. 160.6 (i. A. D.), etc. 4 brand, BGU100.3 (Pass., ii A. D.), etc. III engrave, carve, ἐν νομίσματι [Βάττον] χ. (i.e. stamp his portrait) Arist. Fr.528; οὔρεακαὶ πόντον ὑπὲρ τύμβοιο AP7.237 (Alph.); στάλαν ib.547 (Leon.Alex.); inscribe, δόγματα . . εἰς στήλην SIG795B27 (Delph., i A. D.); γράμμα . . τοίχοισι χαράξω Theoc.23.46, cf. AP12.130; ἐν τύμβῳ γράμμ' ἐχάραξε τόδε Erinn.5.8; τὸν Τροίης πόλεμον σελίδεσσι χ. APl.4.293; γραφίδεσσι . . χάραξα . . ἱερὸν λόγον Hymn.Is.11; [νόμους] εἰς πίνακας χ. D.S.12.26; ὁ γραμματεὺς τοῦ δήμου τὸ β ἐχάραξα BMus.Inscr.481*.430 (Ephesus); simply, write, γράμματα PMasp.2 ii 2 (vi A. D.), sketch, draw, μορφὴν χαράξαι AP11.412 (Antioch.), cf. Anacreont.55.5; of the down marking the cheek, APl.5.344:—so in Med., ἴουλος ἄχνοα χιονέης ἐχαράσσετο κύκλα παρειῆς Nonn.D.10.180:—Pass., ib.5.404; [ὄμμα] ἠλεμάτοις ἀκτῖσι χαράσσεται, of lines drawn with antimony, AP9.139 (Claudian.); ἐπὶ τοῦ νομίσματος κεχαράχθαι πέλεκυν Arist.Fr.593; στήλας γράμμασι κεχαραγμένας D.S.3.44; στῆλαι χαράσσονται IG14.297 (Panormus); τοῖχος ἅπας ἐχαράσσετο Luc.Am.16; τὸ χαραχθὲν νόμισμα stamped money, coin, Plb.10.27.13; χρῆσθαι τῷ . . μέτρῳ κεχαραγμένῳ τῷ χαρακτῆρι IG22.1013.64; also of the letters engraved, Peripl.M. Eux.2: metaph., λέξις κεχαραγμένη with a stamp, i.e. character of its own, Diocl.Magn.Stoic.3.213; τὴν μὲν (sc. τὴν σοφιστικὴν) ἰδιώματι κεχαράχθαι φήσομεν Phld.Rh.1.77 S. (Perh. a Semitic loan-word, cf. Hebr. [hudot ]āraš 'engrave'; or cogn. with Lith. že[rtilde]<*>i 'rake, scrape'.)