λυκοθήρας

From LSJ
Revision as of 07:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 246

Greek (Liddell-Scott)

λῠκοθήρας: -ου, ὁ, ὁ θηρεύων λύκους, Γλωσσ.

Greek Monolingual

λυκοθήρας και λυκόθηρ, -ηρος, ὁ (Α)
αυτός που κυνηγά λύκους, λυκοκυνηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. λογο-θήρας, χρυσο-θήρας].