λυκοθήρας
From LSJ
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
λῠκοθήρας: -ου, ὁ, ὁ θηρεύων λύκους, Γλωσσ.
λυκοθήρας και λυκόθηρ, -ηρος, ὁ (Α)
αυτός που κυνηγά λύκους, λυκοκυνηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. λογο-θήρας, χρυσο-θήρας].