εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds
λυμαντικός, -ή, -όν (Α) λυμαντήςλυμαντήριος («δόγματα λυμαντικὰ οἴκων», Αρρ.).