λυκούργειος

From LSJ
Revision as of 07:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

-α, -ο (Α λυκούργειος, -ον) Λυκούργος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Λυκούργο, τον βασιλιά της Σπάρτης (α. «λυκούργειοι νόμοι» β. «τὴν Λυκούργειον πολιτείαν», Πολύαιν.).