λυχνικός

From LSJ
Revision as of 07:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top

Source

Greek (Liddell-Scott)

λυχνικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τοὺς λύχνους, λυχνικ. ψαλμοὶ καὶ προσευχαί, ἑσπερινοὶ ψαλμοὶ καὶ προσευχαί, Ἐπιφαν. ΙΙ, 829A, κλ.· ― ὡς οὐσιαστ. λυχνικόν, τό, ἡ ὥρα, καθ’ ἣν ἀνάπτονται οἱ λύχνοι ἐν τῷ ναῷ κατὰ τὸν ἑσπερινόν, Λατ. hora lucernaris, ὅτε ψάλλεται ὁ προοιμιακὸς ψαλμός, Παλλαδ. Λαυσ. 1100Β, Κύριλλ. Σκυθ. ἐν Βίῳ Σάβ. 325A, κλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM λυχνικός, -ή, -όν) λύχνος
το ουδ. ως ουσ. τὸ λυχνικό(ν)
σύντομη ακολουθία εσπερινού με ειδικές ευχές και ύμνους για την ευλογία τών λύχνων και τών φώτων
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λύχνο ή στη λυχνία
2. αυτός που αναφέρεται στην ώρα του εσπερινού.