λώγασος
From LSJ
ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night
ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night
[Seite 76] ὁ, Ochsenziemer, Hesych.
λώγασος: ὁ, μάστιξ ἐκ δέρματος ταύρου, «ταυρεία μάστιξ» Ἡσύχ.
λώγασος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ταυρεία μάστιξ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το λωγάνιον].