λώγασος

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486

German (Pape)

[Seite 76] ὁ, Ochsenziemer, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

λώγασος: ὁ, μάστιξ ἐκ δέρματος ταύρου, «ταυρεία μάστιξ» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λώγασος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ταυρεία μάστιξ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το λωγάνιον].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.?
Meaning: ταυρεία μάστιξ H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown.