λώγασος
From LSJ
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
German (Pape)
[Seite 76] ὁ, Ochsenziemer, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
λώγασος: ὁ, μάστιξ ἐκ δέρματος ταύρου, «ταυρεία μάστιξ» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
λώγασος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ταυρεία μάστιξ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το λωγάνιον].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.?
Meaning: ταυρεία μάστιξ H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown.