μαζωχτός Search Google

From LSJ
Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐ σύ με λοιδορεῖς, ἀλλ᾿ ὁ τόπος → it is not thou who mockest me, but the roof on which thou art standing (Aesop)

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ μαζωχτός και μαζωτός, -ή, -όν) μαζώνω
μαζεμένος, συγκεντρωμένος, συναθροισμένος
νεοελλ.
1. συνεσταλμένος, συσπειρωμένος
2. τακτοποιημένος
μσν.
ατελώς ανεπτυγμένος.
επίρρ...
μαζωχτά
μαζί, από κοινού.