μακρομούρης
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
Greek Monolingual
-α, -ικο και μακρομούρικος, -η, -ο
αυτός που έχει μακρύ πρόσωπο, μακριά μούρη, μακροπρόσωπος.