μακρομούρης
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
Greek Monolingual
-α, -ικο και μακρομούρικος, -η, -ο
αυτός που έχει μακρύ πρόσωπο, μακριά μούρη, μακροπρόσωπος.
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
-α, -ικο και μακρομούρικος, -η, -ο
αυτός που έχει μακρύ πρόσωπο, μακριά μούρη, μακροπρόσωπος.