μακρηγορώ
From LSJ
Άνδρα μοι ἒννεπε, Μούσα, πολὺτροπον, ... → Tell me, o Muse, of that ingenious hero, ... (Homer's Odyssey)
Greek Monolingual
(AM μακρηγορῶ, -έω, Α δωρ. τ. μακραγορῶ) μακρήγορος
μιλώ διεξοδικά ή για πολύ χρόνο, πολυλογώ, απεραντολογώ.