μαγείρεμα

From LSJ
Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch

Menander, Monostichoi, 283

Greek Monolingual

και μαγείρευμα, μαγέρεμα, το (AM μαγείρευμα, Μ και μαγείρεμα και μαγέρεμα) μαγειρεύω
το μαγειρεμένο φαγητό
νεοελλ.
1. η ενέργεια του μαγειρεύω, η παρασκευή φαγητού
2. μτφ. δολοπλοκία, καταδολίευση, μηχανορραφία
νεοελλ.-μσν.
στον πληθ. τα μαγειρέματα
τα όσπρια.