μαρμαρόκτιστος

Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και μαρμαρόχτιστος, -η, -ο
αυτός που είναι κτισμένος από μάρμαρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρο + κτιστός (< κτίζω). Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Α. Ραγκαβή].