Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrum → Gewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht
μαστιῶ, -άω (Α)
(ποιητ. τ. μόνο στη μτχ.) μαστίζω, μαστιγώνω, ραθδίζω. («οὐρῇ μαστιόων ποσσὶ γλάφει», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάστιξ «μάστιγα»].