-ή, -ό1. αυτός που είναι κατασκευασμένος από πελεκητό, λείο μάρμαρο2. μτφ. (κυρίως για χέρια και λαιμό γυναίκας) λείος και λευκός σαν μάρμαρο (έχεις το λαιμό χυτό, μαρμαροπελεκητό», δημ. τραγούδι).