μάταρος

From LSJ
Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486

Greek (Liddell-Scott)

μάταρος: «στέφανος μεμαρασμένος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μάταρος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «στέφανος μεμαρασμένος».