μεγαθήριο
From LSJ
ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one
Greek Monolingual
το
1. γένος απολιθωμένων μεγαλόσωμων θηλαστικών
2. υπερβολικά μεγάλο κατασκεύασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα- + θηρίο. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Αρ. Βαλαωρίτη].