μεγαθήριο

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132

Greek Monolingual

το
1. γένος απολιθωμένων μεγαλόσωμων θηλαστικών
2. υπερβολικά μεγάλο κατασκεύασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα- + θηρίο. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Αρ. Βαλαωρίτη].