μεγαλοπρεπέως

From LSJ
Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck

Menander, Monostichoi, 181

French (Bailly abrégé)

ion. c. μεγαλοπρεπῶς.

Greek Monolingual

μεγαλοπρεπέως (Α)
επίρρ. βλ. μεγαλοπρεπής.