μεγαλοπρεπέως
From LSJ
Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck
French (Bailly abrégé)
ion. c. μεγαλοπρεπῶς.
Greek Monolingual
μεγαλοπρεπέως (Α)
επίρρ. βλ. μεγαλοπρεπής.