μαχαιρουργός

Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

όν,

   A = μαχαιροποιός, Tz.H.6.132.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰχαιρουργός: -όν, = μαχαιροποιός, Τζέτζ. Ἱστ. 6. 133.

Greek Monolingual

μαχαιρουργός, -όν (Μ)
μαχαιροποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαχαίρι + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. σιδηρ-ουργός].