μελανοτροπίνη

Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
ιατρ. περιπληπτική ονομασία τών ορμονών του διάμεσου λοβού της υπόφυσης οι οποίες αυξάνουν τη σύνθεση μελανίνης, διαστέλλουν τα μελανοκύτταρα και κατανέμουν τη μελαγχρωστική ρυθμίζοντας τη χροιά του δέρματος.