μελανούρι
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
Greek Monolingual
το
1. κοινή ονομασία του ψαριού Oblada melanura
2. προσωνυμία όμορφου, σφριγηλού, μελαχρινού ανθρώπου, κυρίως κοριτσιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελανούριον, υποκορ. του αρχ. μελάνουρος].