μελανούρι

From LSJ
Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source

Greek Monolingual

το
1. κοινή ονομασία του ψαριού Oblada melanura
2. προσωνυμία όμορφου, σφριγηλού, μελαχρινού ανθρώπου, κυρίως κοριτσιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελανούριον, υποκορ. του αρχ. μελάνουρος].