μεσσηνιακός

From LSJ
Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan

Menander, Monostichoi, 73

Greek Monolingual

-ή, -ό Μεσσηνία
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μεσσηνία ή στους Μεσσηνίους («μεσσηνιακός πόλεμος»)
2. φρ. «μεσσηνιακή διάλεκτος» — η διάλεκτος που μιλούσαν στην αρχαία πόλη της Μεσσηνίας Μεσσήνη και η οποία ανήκε στην ομάδα τών δωρικών διαλέκτων, γνωστή από επιγραφές.