μεσσηνιακός

From LSJ

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό Μεσσηνία
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μεσσηνία ή στους Μεσσηνίους («μεσσηνιακός πόλεμος»)
2. φρ. «μεσσηνιακή διάλεκτος» — η διάλεκτος που μιλούσαν στην αρχαία πόλη της Μεσσηνίας Μεσσήνη και η οποία ανήκε στην ομάδα τών δωρικών διαλέκτων, γνωστή από επιγραφές.