ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν → forgive us our trespasses
μηλαφῶ, -άω (Α)1. ερευνώ με τη μήλη, εξετάζω χειρουργικά με τη μήλη2. (κατά τον Ησύχ.) «μηλαφῆσαιψηλαφῆσαι».[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. < μήλη «χειρουργικό εργαλείο» κατά το ψηλαφῶ].