μηλαφώ

From LSJ
Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source

Greek Monolingual

μηλαφῶ, -άω (Α)
1. ερευνώ με τη μήλη, εξετάζω χειρουργικά με τη μήλη
2. (κατά τον Ησύχ.) «μηλαφῆσαι
ψηλαφῆσαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. < μήλη «χειρουργικό εργαλείο» κατά το ψηλαφῶ].