μηλαφώ

From LSJ

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source

Greek Monolingual

μηλαφῶ, -άω (Α)
1. ερευνώ με τη μήλη, εξετάζω χειρουργικά με τη μήλη
2. (κατά τον Ησύχ.) «μηλαφῆσαι
ψηλαφῆσαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. < μήλη «χειρουργικό εργαλείο» κατά το ψηλαφῶ].