μηλόσπορος
English (LSJ)
ον,
A set with fruit-trees, ἀκτά E.Hipp. 742 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 173] mit Apfelbäumen bepflanzt, Ἑσπερίδων ἀκτά, Eur. Hipp. 742.
Greek (Liddell-Scott)
μηλόσπορος: -ον, πεφυτευμένος μὲ μηλέας ἢ ὀπωροφόρα δένδρα, Εὐρ. Ἱππ. 742.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
planté de pommiers.
Étymologie: μῆλον², σπείρω.
Greek Monolingual
μηλόσπορος, -ον (Α)
φυτεμένος με μηλιές ή άλλα οπωροφόρα δένδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + -σπορος (< σπόρος), πρβλ. σιτό-σπορος].