μηνιγγιτικός

From LSJ
Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό μηνιγγίτις
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μηνιγγίτιδα
2. το αρσ. ως ουσ. ο μηνιγγιτικός
αυτός που πάσχει από μηνιγγίτιδα
3. φρ. «μηνιγγιτικές γραμμές» — ερυθρές γραμμές που εμφανίζονται στο δέρμα της κοιλιάς σε ορισμένες ασθένειες και που, άλλοτε, θεωρούνταν ως σημεία μηνιγγίτιδας.