μορφοσκόπος

Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

English (LSJ)

ον,

   A observing forms or figures, Artem.2.69.

German (Pape)

[Seite 209] die Gestalt beschauend, bes. daraus wahrsagend, Artemid. 2, 69.

Greek (Liddell-Scott)

μορφοσκόπος: -ον, ὁ παρατηρῶν, ἐξετάζων μορφὰς ἢ σχήματα, Ἀρτεμίδ. 2. 69.

Greek Monolingual

μορφοσκόπος, -ον (ΑΜ)
αυτός που ασκεί μαντεία παρατηρώντας και εξετάζοντας μορφές ή σχήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μορφή + -σκόπος (< σκοπῶ), πρβλ. οιωνο-σκόπος].