μονόσωμος
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
μονόσωμος, -ον (Α)
αυτός που προορίζεται για ένα μόνο σώμα («κοιμητήριον μονόσωμον», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -σωμος (< το θ. της ονομ. της λ. σώμα -ατος), πρβλ. μεγαλό-σωμος].