Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μονόσωμος

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12

Greek Monolingual

μονόσωμος, -ον (Α)
αυτός που προορίζεται για ένα μόνο σώμακοιμητήριον μονόσωμον», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -σωμος (< το θ. της ονομ. της λ. σώμα -ατος), πρβλ. μεγαλό-σωμος].