μιξοφυής

Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

English (LSJ)

ές,

   A of mixed nature, Sch.E.Ph.813.

German (Pape)

[Seite 189] ές, von gemischter Natur, Schol. Eur. Phoen. 813.

Greek (Liddell-Scott)

μιξοφυής: -ές, μικτῆς φύσεως, περὶ τῆς Σφιγγός, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 813.

Greek Monolingual

μιξοφυής, -ές (Α)
(για τη Σφίγγα) αυτός που έχει μικτή φύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο)- του μίγνυμι / μείγνυμι + -φυής(< φύω / φύομαι), πρβλ. λεπτο-φυής].