μιξοφυής
English (LSJ)
ές,
A of mixed nature, Sch.E.Ph.813.
German (Pape)
[Seite 189] ές, von gemischter Natur, Schol. Eur. Phoen. 813.
Greek (Liddell-Scott)
μιξοφυής: -ές, μικτῆς φύσεως, περὶ τῆς Σφιγγός, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 813.
Greek Monolingual
μιξοφυής, -ές (Α)
(για τη Σφίγγα) αυτός που έχει μικτή φύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο)- του μίγνυμι / μείγνυμι + -φυής(< φύω / φύομαι), πρβλ. λεπτο-φυής].