μολυσματικός

From LSJ
Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μόλυσμα ή προέρχεται από μόλυσμα
2. αυτός που μεταδίδεται με μόλυνση ή προκαλεί μόλυνση, μεταδοτικός, κολλητικός
3. φρ. «μολυσματικές νόσοι» — λοιμώδεις νόσοι που μεταδίδονται από έναν ζωντανό οργανισμό σε άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυσμα, -ατος + κατάλ. -ικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στον Ιω. Δεκιγάλλα].