μολυσματικός
From LSJ
σὺν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → good things come with many pains | no pain, no gain
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μόλυσμα ή προέρχεται από μόλυσμα
2. αυτός που μεταδίδεται με μόλυνση ή προκαλεί μόλυνση, μεταδοτικός, κολλητικός
3. φρ. «μολυσματικές νόσοι» — λοιμώδεις νόσοι που μεταδίδονται από έναν ζωντανό οργανισμό σε άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυσμα, -ατος + κατάλ. -ικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στον Ιω. Δεκιγάλλα].