μεταδοτικός

From LSJ

ἂν βούλησθε ἀκούειν καί μοι περιουσία ᾖ τοῦ ὕδατος → if you care to hear and if the water in the water-clock holds out, if you care to hear and if I have time enough for speaking

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταδοτικός Medium diacritics: μεταδοτικός Low diacritics: μεταδοτικός Capitals: ΜΕΤΑΔΟΤΙΚΟΣ
Transliteration A: metadotikós Transliteration B: metadotikos Transliteration C: metadotikos Beta Code: metadotiko/s

English (LSJ)

μεταδοτική, μεταδοτικόν, disposed to impart, giving freely, Arist.APr.70b27, Aristeas 226, Phld. Oec.p.54 J., Vett. Val.19.2; κοινωνικὸς μ. Iamb.Protr.21.ιθ': c. gen., μ. τῶν ἀγαθῶν D.S.1.70; ἰσχύος Corn.ND31: τὸ μεταδοτικόν M.Ant. 1.3.

German (Pape)

[Seite 146] ή, όν, zum Mitteilen gehörig, gern mitteilend, M. Ant. 1, 3 u. a. Sp.

Russian (Dvoretsky)

μεταδοτικός: щедрый, великодушный (ἀνδρεῖος καὶ μ. Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

μεταδοτικός: -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ μεταδίδῃ, νὰ δίδῃ μέρος ἔκ τινος, ὁ παρέχων, δωρούμενος ἐλευθέρως, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρ. 2. 27, 10· ― τὸ -κόν, Μ. Ἀντων. 1. 3.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑM μεταδοτικός, -ή, -όν) μεταδίδω
νεοελλ.
1. (κυρίως για διδάσκοντα) αυτός που έχει την ικανότητα να μεταδίδει κάτι, ιδίως τις γνώσεις του, με τρόπο σαφή και μεθοδικό
2. (για νόσημα) αυτός που μεταδίδεται εύκολα από άρρωστο άτομο σε υγιές, κολλητικός, μολυσματικός
3. (γενικά) αυτός που μεταδίδεται εύκολα από τον έναν στον άλλο («το γέλιο είναι μεταδοτικό»)
4. το ουδ. ως ουσ. το μεταδοτικό
η επιτηδειότητα του να καθιστά κάποιος αντιληπτά τα διδασκόμενα, η μεταδοτικότητα
μσν.-αρχ.
αυτός που προσφέρει δώρα με προθυμία, ελευθέριος, γενναιόδωρος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μεταδοτικόν
η πρόθυμη προσφορά, η ελευθεριότητα, η γενναιοδωρία.
επίρρ...
μεταδοτικώς και -ά (Α μεταδοτικῶς)
με μεταδοτικό τρόπο.