μοιρογνωμόνιο

Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (Α μοιρογνωμόνιον)
νεοελλ.
γεωμετρικό όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του ανοίγματος τών γωνιών
αρχ.
1. δείκτης στον δίσκο της διόπτρας
2. αστρονομικό όργανο που μεταχειριζόταν ο Πτολεμαίος για μέτρηση τών μοιρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῖρα + γνωμόνων (< γνώμων)].